Λέξειςαπομάκρυνση (η): distancingαπόσταση (η): distanceσυνάθροιση (η): gatheringσυναθροίζομαι: to gatherσυνωστισμός (ο): overcrowdingκρατάω απόσταση δύο μέτρων: keep a two meter- distanceπροσέχω την φορά του αέρα: to notice the direction of the windκαλύπτω το πρόσωπό μου: to cover my faceχρησιμοποιώ αντισηπτικό: to use an antisepticπλησιάζω: to approachαποφεύγω: to avoid